έγραψε ο Χ.Α.ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ, 17/11/2010
Ο Ηλίας Ψινάκης υπήρξε αναμφίβολα ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά των πρόσφατων εκλογών. Οι υποστηρικτές του συνδυασμού Καμίνη έθεσαν το ερώτημα με ειλικρινή αγωνία: «Θα κάνουν οι Αθηναίοι την αθυρόστομη τηλεπερσόνα αντιδήμαρχο Πολιτισμού;» Ο Νικήτας Κακλαμάνης τον υπερασπίστηκε μέχρι τέλους με το επιχείρημα ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικά επιτυχημένο μάνατζερ, που όπως λάνσαρε τον Σάκη Ρουβά μπορεί να αναδείξει και την Αθήνα διεθνώς. Ο Μάκης Βορίδης μού εξέφρασε, κατόπιν εορτής, δημοσίως την αντίρρηση -σχεδόν παράπονό- του: «Η συντηρητική παράταξη διέθετε κάποτε πνευματικούς ταγούς του βεληνεκούς ενός Σεφέρη και ενός Παναγιώτη Κανελλόπουλου…» Οι ψηφοφόροι έδωσαν την απάντηση – η ανατροπή σε Αθήνα και σε Θεσσαλονίκη χαιρετίστηκε, μεταξύ των άλλων, και σαν το τέλος του κιτς. Του κιτς που εκφραζόταν επί μια σχεδόν εικοσαετία με λαοσυνάξεις και με πάρτυ γύρω από το ψηλότερο χριστουγεννιάτικο δέντρο της Ευρώπης υπό τους ήχους του σαξόφωνου του Γιώργου Κατσαρού… Με βερνικωμένα κάγκελα, επίχρυσα αγάλματα των αρχαίων σοφών στην είσοδο του Ζαππείου και γεγονότα-σταθμούς όπως η επίσημη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου την οποία συνυπέγραψαν ο Δημήτρης Αβραμόπουλος και ο δήμαρχος της Σπάρτης… Του κιτς που πρόβαλλε τη συμμετοχή στη Eurovision ως μείζον εθνικό γεγονός και διακοσμούσε το γραφείο του Υπουργού Παιδείας (εμβαδού 160 τετραγωνικών μέτρων!) λες και επρόκειτο για σουίτα αραβικού ξενοδοχείου…
Μπορεί οι διαχειριστές και οι θυρωροί της «δεξιάς πολυκατοικίας» -όπως τη βάφτισε ο Γιώργος Καρατζαφέρης- να υπηρέτησαν άοκνα το κακό γούστο μα και τα παλικάρια της «δημοκρατικής παράταξης» δεν πήγαν πίσω. Θα ισχυριζόταν μάλιστα κανείς ότι εκείνοι μπήκαν πρώτοι, μεταπολιτευτικά, στο χορό. Στο ζεϋμπέκικο συγκεκριμένα, στο οποίο με προσωπική ευθύνη του Ανδρέα Παπανδρέου και των ακολούθων του, προσδόθηκαν μετά το 1981 διαστάσεις ιεροτελεστίας: Στο «Περιβόλι του Ουρανού», απέναντι από τους στύλους του Ολυμπίου Διός, και σε εκατοντάδες άλλα μπουζουξίδικα ανά την επικράτεια, άντρες και γυναίκες κάθε ηλικίας και σωματικής διάπλασης επιδείκνυαν κάθε βράδυ τη λεβεντιά –συνάμα και το σοσιαλιστικό τους φρόνημα- τεντώνοντας τα χέρια και τινάζοντας τη μέση τους. Τόσο άγαρμπα τις περισσότερες φορές ώστε νόμιζες ότι απλώς πάσχιζαν να λιώσουν με το πόδι κάποιο αόρατο έντομο που περπατούσε πάνω στην πίστα… Το κιτς της «Αλλαγής» απαιτούσε μουστάκι και δασύτριχο στέρνο για τους κυρίους ενώ οι κυρίες αντέγραφαν στην αρχή το αρειμάνιο ύφος της Μελίνας Μερκούρη και απενοχοποιούνταν στη συνέχεια χάρη στη μπαρόκ εμφάνιση και αμφίεση της Δήμητρας Λιάνη.
Το σύνθημα της «απενοχοποίησης» πρωτακούστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και κυριάρχησε στα ‘90ς. Κηρύσσοντας πως «η ζωή είναι πολύ μικρή για να’ναι θλιβερή», οι εμπνευστές και αστέρες του λάιφ-στάιλ παρότρυναν τους Έλληνες να πέσουν με τα μούτρα στο μέλι που κατέφθανε με τη μορφή χρηματοδοτικών πακέτων από την Ευρώπη και οικονομικών προσφύγων θηλυκού γένους από το πρώην σοσιαλιστικό μπλοκ. Οι αγροτικές επιδοτήσεις έρρεαν στην περιφέρεια και μεταμορφώνονταν σε μπολλυγουντιανές επαύλεις, καταμεσίς του θεσσαλικού κάμπου και της κρητικής υπαίθρου. Στις λεωφόρους των μεγάλων πόλεων ανεγείρονταν γυάλινα κτήρια για να στεγάσουν εμπορικά κέντρα, πολυτελή εστιατόρια και κλαμπ, οι τοίχοι των οποίων δονούνταν από τις λαϊκοπόπ επιτυχίες. Το μύθευμα που διοχετευόταν σχεδόν από παντού ήταν ότι η ανάπτυξη για την Ελλάδα αποτελεί μονόδρομο και εγγυάται την ευημερία του καθενός μας. Πως έχει συγκροτηθεί μια πελώρια και κυρίαρχη μεσαία τάξη (στην οποίαν όλοι μας λίγο-πολύ ανήκουμε), η οποία μπορεί -και πρέπει- να καταναλώνει διαρκώς και περισσότερο.
Το τι και πώς ακριβώς καταναλώναμε αποτελούσε –λες- έμπνευση του νόθου γιού του Φεντερίκο Φελίνι: Μυούμασταν στο άρωμα των πούρων και στη γεύση του σούσι, στα ιταλικής ραφής κοστούμια και στα παπούτσια Βουδαπέστης –εκείνα με τις τρυπίτσες-, στα χάι-τεκ γυμναστήρια και στην πιο προχωρημένη ψηφιακή τεχνολογία. Αποθεώναμε παράλληλα τη Βανδή και τη Βίσση σάμπως να αποτελούσαν μετενσαρκώσεις της Μαρίας Κάλλας –ή έστω της Μαρίκας Νίνου-. Αφήναμε κάθε λογής τυχάρπαστους να εμπορεύονται τις εθνικές και τις κοινωνικές ευαισθησίες μας. Και επιτρέπαμε στην πιο αγοραία μορφή τηλεόρασης να κυριαρχεί. Δημοσιογράφοι-εκβιαστές με κρυφές κάμερες, μίσθαρνοι-κωμικοί που επηρέαζαν την κοινή γνώμη κατ’εντολήν των εργοδοτών τους, γραφικοί τύποι που δεν ήταν σαφές εάν τους κοροϊδεύαμε ή μας κορόιδευαν και βίζιτες αμφοτέρων των φύλων με καλλιτεχνικό προσωπείο πρωταγωνίστησαν στον πιο εμετικό θίασο που έχει περάσει ποτέ από τη χώρα. Γιατί τους ανεχθήκαμε; Η πιο επιεικής για μας εξήγηση έχει να κάνει με την ασφάλεια που νοιώθαμε οχυρωμένοι πίσω από το ευρωπαϊκό μας κεκτημένο. «Υπάρχει χώρος για όλους…» βαυκαλιζόμασταν.
Χώρος για όλους υπήρξε και στο κορυφαίο γεγονός, το οποίο στάθηκε –το παραδέχονται κάθε μέρα και περισσότεροι- και η αφετηρία της κατρακύλας: Στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 συμμετείχε και η ομάδα του Δημήτρη Παπαιωάννου και οι ομάδες των ντοπαρισμένων αθλητών. Και οι εθελοντές που υπερέβησαν κάθε όριο ανιδιοτελούς προσφοράς και οι εργολάβοι που ξεπέρασαν τον εαυτό τους σε βουλιμία. Οι δυό Ελλάδες -που στην πραγματικότητα είναι περισσότερες- πάλευαν σφιχταγκαλιασμένες γύρω μας και μέσα μας. Και τελικά επεκράτησε η χειρότερη. Έπρεπε να κάει η μισή σχεδόν Πελοπόννησος ενώ ο υπεύθυνος υπουργός έριχνε την ευθύνη στον «στρατηγό άνεμο». Έπρεπε ένας καταχθόνιος καλόγερος να καταστεί τιμώμενος επισκέπτης του Μεγάρου Μαξίμου. Έπρεπε το εθνικό σκάφος να εξοκείλει (ενώ λίγους μήνες νωρίτερα τα πλέον αρμόδια χείλη διαβεβαίωναν ότι η παγκόσμια κρίση δεν πρόκειται να πλήξει την «ελαφριά» ελληνική οικονομία) και «οι Έλληνες να τρέχωσι τον κόσμον με εξαπλωμένην χείρα, ψωμοζητούντες» καθώς το θέτει ο Ανδρέας Κάλβος… Ώστε να αρχίσουμε διστακτικά να αναζητούμε την ουσία όχι μονάχα της κακοδαιμονίας μα και της ύπαρξής μας συνολικότερα.
Ακόμα και εάν η μεταπολίτευση στους δύο μεγαλύτερους δήμους της χώρας σημασιοδοτήσει μιαν ευρύτερη αλλαγή της δημόσιας αισθητικής, το ερώτημα παραμένει: Το τζιπ-θωρηκτό (υποκατάστατο κατά τους ψυχαναλυτές ενός ελειμματικού ανδρισμού) αποσύρεται από τους αστικούς δρόμους εφόσον πιά δεν έχουμε λεφτά για τη βενζίνη του; Η αλλαζονεία των «απογόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου» κλονίζεται μόνο άμα τους κόψει η λόρδα του Καραγκιόζη; Η συνειδητοποίηση πως ο δημόσιος τομέας είναι τόσο στρεβλά δομημένος ώστε να στοιχίζει 9 και να αποδίδει 4 συμβαίνει την παραμονή της παύσης πληρωμών μισθών και συντάξεων; Θα ιδρώσουμε, θα ματώσουμε για τα επόμενα χρόνια και μόλις αισθανθούμε ότι μπαίνουμε σε μια τροχιά ανάκαμψης, θα υποτροπιάσει η ροπή μας προς το εύκολο και προς το κακόγουστο;
Η Ιστορία δυστυχώς κάτι τέτοιο διδάσκει. Για να μεγαλουργήσει η χώρα μας όφειλε πρώτα να πέσει στα γόνατα: Η εθνική ανάταση, που ξεκίνησε με την άφιξη του Βενιζέλου το 1909 και οδήγησε στην Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, πήγασε από την πανωλεθρία του 1897. Η πνευματική αναγέννηση των ‘30ς και των ‘60ς ήρθε σαν βάλσαμο ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον Εμφύλιο. Κάθε φορά, αντίθετα, που επικρατούσε ομαλότητα και που τα πράγματα εξελίσσονταν φαινομενικά καλά, δούλευε υποδόρεια ο εκφυλισμός και η σήψη. Θα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι οι «υγιείς δυνάμεις», τα καλύτερα και πιο ταλαντούχα παιδιά αυτού του τόπου, ανασκουμπώνονται ή επιστρατεύονται σαν λύση σωτηρίας εφόσον έχει αγγίξει το μαχαίρι το κόκκαλο. (Εκτός κι αν έχουν φροντίσει οι ταγματασφαλίτες να τα στείλουν στον αγύριστο, όπως συνέβη με τον Κορνήλιο Καστοριάδη και τον Ιάννη Ξενάκη που –για να αποφύγουν τα στρατοδικεία- αυτοεξορίστηκαν μετά την Κατοχή για πάντα στη Γαλλία…)
Προσωπικά δεν αμφιβάλλω ότι η οικονομική κρίση αργά ή γρήγορα θα ξεπεραστεί. Ο διεθνής καπιταλισμός δεν είναι τόσο αυτοκτονικός ώστε να καταδικάσει μιαν ολόκληρη χώρα σε μόνιμο μαρασμό, μια χώρα με τη γεωγραφική θέση και τη φυσική προίκα της Ελλάδας. Εδώ οι ασύγκριτα πιο άτυχες Αλβανία και Σερβία αναπτύσσονται πλέον με ταχείς ρυθμούς. Συντεχνιακά προνόμια αλλά και εργατικές κατακτήσεις θα θυσιαστούν στο βωμό της εξυγίανσης και της ανάκαμψης. Προνομιούχες ομάδες θα καταποντιστούν και αδύναμα στρώματα θα δεινοπαθήσουν. Παράλληλα ωστόσο έννοιες λησμονημένες ή κενές θα ξαναβρούν το περιεχόμενό τους: Η κοινωνική αλληλεγγύη. Το νοιάξιμο για το δημόσιο χώρο. Το –περιλάλητο- ελληνικό δαιμόνιο. Όχι ότι δεν θα σημειωθούν παλινωδίες, εκρήξεις μισαλλοδοξίας και ρατσισμού. Η γενική κατεύθυνση ωστόσο θα’ναι θετική. Γιατί; Διότι η επιβιωτικότητα και η προσαρμοστικότητα, οι ανοιχτοί ορίζοντες και η αξιοποίηση της κάθε ευκαιρίας αποτελούν αρετές που αν δεν ανιχνεύονται στο γονίδιο, σίγουρα έχουν χαραχτεί στο εθνικό μας ασυνείδητο από την εποχή του πολυμήχανου Οδυσσέα.
Χ.Χωμενίδης |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου